σπούδασμα — σπούδασμα, το και σπούδαγμα, το παρακολούθηση μαθημάτων, σπουδή: Δεν είναι εύκολο το σπούδασμα όλων των παιδιών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπούδασμα — thing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδασμάτοιν — σπούδασμα thing neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδασμάτων — σπούδασμα thing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσμασι — σπούδασμα thing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσμασιν — σπούδασμα thing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσματα — σπούδασμα thing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσματι — σπούδασμα thing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδάσματος — σπούδασμα thing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тщание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. σπουδή) старание, ревность; поспешность; усердие,… … Словарь церковнославянского языка